- δυσθαλπής
- δῠσ-θαλπής, ές,A hardtowarm: chilly,
χειμών Il.17.549
.II over-warm, burning hot, Q.S.11.156 codd.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειμών Il.17.549
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσθαλπής — δυσθαλπής, ές (Α) 1. αυτός που δύσκολα θερμαίνει, ο παγερός 2. ο υπερβολικά θερμός … Dictionary of Greek
δυσθαλπέα — δυσθαλπής hardtowarm neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δυσθαλπής hardtowarm masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθαλπέος — δυσθαλπής hardtowarm masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… … Dictionary of Greek